πλουτώνειος

πλουτώνειος
-α, -ο, ΝΜΑ
βλ. πλουτώνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλουτώνιος — ια, ιο, και πλουτώνείος, εια, ειο / πλουτώνιος, ία, ον και πλουτώνείος, εία, ειον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλούτωνα νεοελλ. 1. αυτός που συντελείται στα έγκατα τής γης, ενδογήινος 2. ο αναφερόμενος στον πλουτωνισμό 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”